Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ!!!!!!





ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ!!!!!!!


ΤΟ BLOG ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΞΑΝΑ ΜΑΖΙ ΣΑΣ ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΟ ΠΡΩΙ!!!!



Η Πρωτομαγιά είναι υποχρεωτική αργία!


Η Πρωτομαγιά είναι υποχρεωτική αργία!

Πρόκειται για απόφαση του υπουργείου Εργασίας η οποία μάλιστα έχει ήδη σταλεί προς δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Με βάση την απόφαση του υπουργείου η Τρίτη, 1η Μαϊου είναι αργία και έτσι απαγορεύεται η λειτουργία των επιχειρήσεων και η απασχόληση των μισθωτών για όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες της χώρας.
Εξαιρούνται οι επιχειρήσεις που λειτουργούν νόμιμα κατά τις Κυριακές (υγείας, τουρισμού, συγκοινωνίας, εργοστασίων συνεχούς λειτουργίας κ.λπ.)
Πως θα πληρωθούν όσοι εργαστούν την Τρίτη 1η Μαϊου:
Όσοι αμείβονται με ημερομίσθιο θα πρέπει να λάβουν ένα ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%. Όσοι αμείβονται με μηνιαίο μισθό δικαιούνται, επιπλέον του μηνιαίου μισθού τους, προσαύξηση 75% του ενός εικοστού πέμπτου (1/25ο), του μηνιαίου τους μισθού.

newsit.gr

Μια Εκκλησία φτιαγμένη από Lego


Η εκκλησία βρίσκεται στην πόλη Enschede της Ολλανδίας και είναι δημιούργημα των σχεδιαστών Michiel de Wit και Filip Jonker, οι οποίοι αποφάσισαν από κοινού να χρησιμοποιήσουν τεράστια τουβλάκια Lego για την κατασκευή της. 


«Επιλέξαμε διάφορα χρώματα για τους τοίχους –κόκκινο, μπλε, άσπρο, κίτρινο και μαύρο- ενώ θέλαμε να έχουν κυψελωτό σχέδιο, έτσι ώστε το φυσικό φως να περνά ανάμεσα, δημιουργώντας μια ενδιαφέρουσα δράση στο εσωτερικό του ναού», λένε οι δημιουργοί. Οι επισκέπτες έδειξαν αμέσως την… προτίμησή τους στην πρωτότυπη αυτή εκκλησία, που μοιάζει με τεράστια παιχνιδο-κατασκευή, ενώ δεν είναι λίγοι οι πιστοί που δηλώνουν κατενθουσιασμένοι με την ιδέα των Lego. «Με αυτά τα τουβλάκια παίζανε τα παιδιά μας και τώρα τα εγγόνια μας. Και εμείς μαζί τους! Νομίζω δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος για να έρθουν με εμάς στην εκκλησία», λέει ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Αυτό ακριβώς, ένας ακραίος τρόπος προσέλκυσης νέων στην εκκλησία....


perierga.gr

Με βλέπει κανείς;;;;





- Μμμμμ.... αναρωτιέμαι πόσος κόσμος θα με προσέξει τώρα που ήρθα πιο κοντά...


offsite.com.cy

ΚΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ!!!!!





ΠΟΛΥ ΚΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΝΑ ΕΧΕΤΕ ΟΛΟΙ!!!!!! :))))))))



Σάββατο 28 Απριλίου 2012

Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ BLOG ΜΑΣ ΣΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΤΟΥ BLOG "ΔΕΛΦΙΝAKI"




ΤΙΝΟ, ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΡΔΟ ΔΕΛΦΙΝΑΚΙ





     Ο Τίνο, ένα μικρό δελφινάκι, ήταν ζωηρό από το πρωί. Οι σκανδαλιές με την Άνυ, τη θαλάσσια χελωνίτσα, δεν είχαν τελειωμό. Μέχρι που συνέβη κάτι απροσδόκητο που κανένας από το δύο φιλαράκια δεν περίμενε. Κάποια στιγμή, η Άνυ έχασε από τα μάτια της το Τίνο χωρίς να το καταλάβει… Μάταια φώναζε συνέχεια το όνομα του. Καμιά ανταπόκριση δεν έπαιρνε από το αγαπημένο της φιλαράκι.
      Μετά από μερικές ώρες και με δάκρυα στα μάτια, πήγε στη μητέρα του Τίνο και της είπε το νέο. Ότι το μικρό δελφινάκι εξαφανίστηκε… Τότε, άρχισαν να τον ψάχνουν. Και με τη βοήθεια και άλλων θαλασσινών φίλων τους, προσπαθούσαν να το βρουν…
      Λίγα χιλιόμετρα μακριά τους, ο Τίνο συζητούσε με ένα μικρό κοριτσάκι, τη Μέλανη.
      «Το ξέρω ότι θα με ψάχνουν όλοι τώρα» είπε ο Τίνο στην καινούργια του φίλη. «Έτσι όπως θα σε ψάχνουν κι εσένα» συνέχισε, αφήνοντας ένα χαδάκι στο μαγουλάκι της.
      Το μικρό κοριτσάκι είχε ήδη σταματήσει να κλαίει εδώ και ώρα. Ο Τίνο της ενέπνεε σιγουριά και ασφάλεια. Ένιωθε ότι δεν είχε λόγο να φοβάται τώρα.
      Όταν εκείνο το πρωί, μετά από ατύχημα έπεσε από το σκάφος του πατέρα της στη θάλασσα, τρόμαξε πάρα πολύ και πίστευε ότι δεν θα μπορούσε να σωθεί. Έκλαιγε και φώναζε καθώς προσπαθούσε να κολυμπήσει. Τις εκκλήσεις της όμως για βοήθεια, δεν κατάφερε να τις ακούσει κανένα μέλος της οικογένειας της από το σκάφος, αφού δεν είχαν συνειδητοποιήσει εκείνη τη στιγμή την απουσία της.
      Ο μοναδικός που την άκουσε και έσπευσε να τη βοηθήσει, ήταν το δελφινάκι ο Τίνο. Ο οποίος δεν πρόλαβε καν να το πει στη φίλη του Άνυ, αποχωρίστηκε την παρέα της και αμέσως βρέθηκε δίπλα στη Μέλανη σώζοντας τη ζωή της…
      Τώρα τα δύο νέα φιλαράκια έκαναν παρέα, συζητούσαν, έλεγαν αστεία, γελούσαν, μα κυρίως έπαιζαν! Είχε περάσει η ώρα και δεν το είχαν καταλάβει. Όταν σταμάτησαν για να αφήσουν τον εαυτό τους να ξεκουραστεί, είχαν την τύχη να ακούσουν ανθρώπινες φωνές που φώναζαν το όνομα της Μέλανης. Οι στιγμές που ακολούθησαν είχαν προκαλέσει συγκίνηση στο Τίνο. Βλέποντας τη μικρή του φίλη να συναντά την οικογένεια της μετά από αυτή την περιπέτεια, ένιωσε και ο ίδιος τη χαρά της. Αποχαιρέτησαν ο ένας τον άλλο και έδωσαν αμοιβαία υπόσχεση ότι θα ξανασυναντηθούν. Οι γονείς του μικρού κοριτσιού ευχαρίστησαν το δελφινάκι και εκδήλωσαν την ευγνωμοσύνη τους. Προσφέρθηκαν αμέσως να το βοηθήσουν να βρει τη δική του οικογένεια.
      Ώρες αργότερα, όταν είχε πια βραδιάσει, ο Τίνο αναπολούσε τη ξεχωριστή εμπειρία που είχε βιώσει εκείνη τη μέρα. Ήταν χαρούμενος για τη γνωριμία που είχε με τη μικρούλα Μέλανη και που της έσωσε τη ζωή. Επίσης ήταν σίγουρος ότι όταν θα ξανασυναντηθούν θα περάσουν ακόμα καλύτερες στιγμές μαζί.  


Γράφτηκε από τη διαχειρίστρια του blog μας. 

Είναι η συμμετοχή του epimeno5.blogspot.com για το διαγωνισμό του http://delfinaki-sunset.blogspot.com/

4 μήνες "επιμένω"!!!







ΚΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ!!!!!

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΣΤΟ BLOG ΜΑΣ!!!!!!!


ΣΗΜΕΡΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΙΣΙΩΣ 4 ΜΗΝΩΝ!!!!




Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

ΚΑΛΟ ΒΡΑΔΑΚΙ......




ΚΑΛΟ ΒΡΑΔΑΚΙ ΣΕ ΟΛΟΥΣ!!!!!!!
ΘΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΞΑΝΑ ΜΑΖΙ ΑΥΡΙΟ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ!!!!!!
ΤΟ BLOG ΜΑΣ ΑΥΡΙΟ ΘΑ ΕΧΕΙ ΚΑΙ ΓΕΝΕΘΛΙΑ, ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΕΙ 4 ΜΗΝΕΣ ΥΠΑΡΞΗΣ!!!!!!


Βιβλίο: Ο ΛΥΚΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ





Για το σαββατοκυρίακο που ακολουθεί σας προτείνουμε το δυνατό αστυνομικό μυθιστόρημα μιας από τις καλύτερες σύγχρονες ελληνίδες συγγραφείς.....


Ξημερώματα Χριστουγέννων του 1984 στο Σπαντάου του Βερολίνου, ένας άνδρας αυτοκτονεί πέφτοντας στα παγωμένα νερά του ποταμού Χάβελ. Ο θάνατός του θα γεννήσει το λύκο της μοναξιάς. Στις 23 Οκτωβρίου του 1994 η άγρια δολοφονία μιας γυναίκας στο Βερολίνο συνταράσσει τη Γερμανία. Εκείνο το βράδυ ο λύκος ούρλιαξε για πρώτη φορά. Η υπόθεση παραμένει ανεξιχνίαστη και μπαίνει στο αρχείο. Χρόνια αργότερα η πανέμορφη νεαρή γυμνάστρια Σοφιάννα Δρανά δε γνωρίζει πως εκείνο που κουβαλά πάνω της την έχει μεταβάλει σε στόχο. Το μόνο που επιθυμεί είναι να ζήσει το όνειρο των πλουσίων με οποιοδήποτε τίμημα. Γι’ αυτό και δε διστάζει να χρησιμοποιήσει την εμφάνισή της για να το πετύχει. Στις 16 Φεβρουαρίου του 2008, χιόνισε πολύ στην Αθήνα και ο λύκος ούρλιαξε ξανά. Η υπαστυνόμος Α΄ Ευρυδίκη Τζελή, που αναλαμβάνει ως βοηθός αστυνόμου Α΄. την υπόθεση μιας πρωτοφανούς δολοφονίας που συγκλονίζει την Ελλάδα. παρατηρεί κάτι που δεν έχει προσέξει κανείς. Από εκείνη τη στιγμή, η ζωή της κινδυνεύει, όμως δεν το γνωρίζει. Σαν ουρλιάζει ο λύκος της μοναξιάς, καραδοκούνε οι μνήμες και ξυπνάει ένας δολοφόνος…

Η Χρυσηίδα Δημουλίδου επανέρχεται δυναμικά στο αστυνομικό μυθιστόρημα με μία ιστορία που εξελίσσεται μεταξύ Ελλάδας και Βερολίνου, η οποία που θα σας αφήσει με κομμένη την ανάσα.


greekbooks.gr

Το λουλουδι...




Ο Άνεμος συνάντησε ένα όμορφο Λουλούδι και το αγάπησε. Όταν εκείνος τρυφερά χάιδευε το Λουλούδι, εκείνο απαντούσε με πιο μεγάλη αγάπη που εκφραζόταν με πιο έντονα χρώματα και δυνατό άρωμα.

Όμως ο Άνεμος ήταν αχόρταγος και σκέφτηκε: "Εάν δώσω στο Λουλούδι όλη μου τη δύναμη και την ισχύ, αυτό θα μου χαρίσει κάτι πολύ ωραίο και μεγάλο".

Η αναπνοή της αγάπης του ήταν τόσο δυνατή, ώστε το Λουλούδι δεν άντεξε αυτό το πάθος και λύγισε. Ο άνεμος απεγνωσμένα προσπαθούσε να το σηκώσει και να το αναστήσει, αλλά δε μπόρεσε. Τότε ηρέμησε και με την τρυφερή ανάσα της αγάπης, προσπάθησε να αναζωογονήσει το Λουλούδι, αλλά εκείνο μαραινόταν μπροστά στα μάτια του.

Τότε ο Άνεμος φώναξε με οργή:

- Εγώ σου έδωσα όλη τη δύναμη της αγάπης μου, αλλά εσύ δεν έχεις δυνάμεις να μου απαντήσεις με το ίδιο πάθος. Εσύ δε μ' αγαπούσες!

Όμως το Λουλούδι δεν απάντησε, γιατί ήταν νεκρό.





http://beyourselfalwaysbeinfashion.blogspot.com/

Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΖΩΗ......





Το γαϊτανάκι




Μια φορά, δεν πάει καιρός, ζούσε σ’ ένα μικρό χωριό, κάπου εδώ κοντά, ένας άνθρωπος πολύ σοφός και πολύ γέρος. Η πλάτη του ήταν σκυφτή, τόσο σκυφτή, που η άσπρη του γενειάδα άγγιζε τη γη. Είχε διαβάσει τα βιβλία όλου του κόσμου και είχε μάθει τις γλώσσες όλων των ανθρώπων. Ζούσε απόμερα, σ’ ένα μικρό σπιτάκι, ολομόναχος. Στον κήπο του φύτρωναν κι άνθιζαν όλων των λογιών τα λουλούδια: τριαντάφυλλα, τουλίπες, μαργαρίτες, κυκλάμινα, ζουμπούλια κι όμορφα κατακόκκινα γαρίφαλα.
Οι συχωριανοί του πολύ τον αγαπούσαν κι όλοι τον φώναζαν: ο κυρ Νικόλας ο Γαρίφαλος. Κάποιο δειλινό, όταν ο ήλιος καλησπέριζε τη νύχτα που σκαρφάλωνε πίσω από το βουνό, τρία κοριτσάκια πέρασαν μπροστά από τον κήπο του κυρ Νικόλα, τραγουδώντας τούτο το όμορφο τραγούδι:
Αν όλα τα παιδιά της γης
πιάναν γερά τα χέρια
κορίτσια αγόρια στη σειρά
και στήνανε χορό
ο κύκλος θα γινότανε
πολύ πολύ μεγάλος
κι ολόκληρη τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.


Ο γερο-σοφός, κείνη την ώρα, πότιζε τα λουλούδια του. Σήκωσε το κεφάλι και χαμογέλασε στα παιδιά. Το γέρικο ρυτιδιασμένο χέρι του τους έγνεψε φιλικά.
– Καλησπέρα, κυρ Νικόλα, του φώναξαν τα κοριτσάκια, και χάθηκαν στη στροφή του δρόμου.
Όταν τέλειωσε το πότισμα, ο κυρ Νικόλας μπήκε στο σπίτι του και κάθισε στο γραφείο του. Μια στοίβα χοντρά βιβλία τον περίμενε. Έπρεπε να τα διαβάσει… Τι παράξενο όμως, εκείνο το βράδυ, όσο κι αν πάσχιζε να συγκεντρωθεί, δεν τα κατάφερνε. Ο λογισμός του έτρεχε αλλού: στα τρία κοριτσάκια, στο τραγούδι τους.
Χρόνια τώρα ζούσε ευτυχισμένος με τα βιβλία του, τα λουλούδια του, ολομόναχος, και ξάφνου η μοναξιά τού φάνηκε αβάσταχτη. Κατάλαβε πως η ζωή του έφτανε στο τέρμα της, νοστάλγησε τα νιάτα του.
Ήταν πολύ λυπημένος εκείνο το βράδυ ο καλός κυρ Νικόλας. Κουνούσε το χιονισμένο του κεφάλι και μιλούσε δυνατά: «Είμαι μόνος, κανένας δεν μπορεί να με βοηθήσει, κανέναν δεν μπορώ να βοηθήσω με τις χίλιες γνώσεις μου. Είμαι άχρηστος. Ας ήμουν τουλάχιστο νέος, ας είχα τη δύναμη να ξανάρχιζα τη ζωή μου, θα μπορούσα…»
Μονομιάς το πρόσωπο του κυρ Νικόλα φωτίστηκε. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα κι άρχισε να χώνει βιαστικά κι ανάκατα μέσα σε μια βαλίτσα τα πράματά του. Λίγα ρούχα, το χτένι του, το σαπούνι, ένα ζευγάρι μάλλινες κάλτσες, τις παντόφλες του…
Την άλλη μέρα το πρωί, οι χωριανές, ανοίγοντας τα παραθυρόφυλλά τους, είδανε ξαφνιασμένες τον κυρ Νικόλα, που ποτέ δεν είχε βγει τόσο νωρίς, να κατευθύνεται προς το σταθμό του τρένου.
«Πού να πηγαίνει ο γερο-Γαρίφαλός μας;» αναρωτήθηκαν.
Ο σταθμάρχης τον χαιρέτησε με σεβασμό και τον βοήθησε ν’ ανέβει στο βαγόνι. Ακούστηκε ένα σφύριγμα, η ατμομηχανή ξεφύσηξε δυνατά, κι οι τεράστιες ρόδες άρχισαν να κυλάνε πάνω στις σιδερένιες ράγες. Ώρες πολλές, τσαφ-τσουφ-τσαφ-τσουφ, και το τρένο έφτασε στη μεγάλη πόλη με τους πολλούς ανθρώπους και τα πολλά αυτοκίνητα. Ο γερο-σοφός σάστισε, ζαλίστηκε από τη φασαρία και την κίνηση, αλλά δεν κοντοστάθηκε. Τράβηξε κατευθείαν για το σπίτι του ξακουσμένου γιατρού Ξανανιώνη. Καθόταν στο γραφείο του, φορώντας την κάτασπρη μπλούζα του. Ήτανε νέος και όμορφος.
– Γιατρέ, του είπε αμέσως ο κυρ Νικόλας, δεν είμαι άρρωστος. Είμαι γέρος, πολύ γέρος. Έρχομαι σε σας για να μου δώσετε τα χάπια «Νεοζίλ», που δίνουν ξανά νιάτα και δύναμη. Θέλω να εξαφανιστούν οι ρυτίδες μου, θέλω το κορμί μου να γίνει εικοσάχρονο.
Ο γιατρός έσμιξε τα φρύδια.
– Αυτά τα χάπια είναι σπάνια και κοστίζουν ακριβά. Έχετε τόσα πολλά χρήματα για να τ’ αγοράσετε;
– Γιατρέ μου, είμαι απένταρος, κι όμως τα θέλω. Θα σας εξηγήσω αμέσως γιατί τα θέλω. Χτες το βράδυ, έτσι ξαφνικά, μια θαυμαστή Ιδέα γεννήθηκε στο μυαλό μου. Η Γη μας είναι στρογγυλή με 40.000 χιλιόμετρα περιφέρεια. Κάπου τρία δισεκατομμύρια άνθρωποι την κατοικούν. Έκανα ένα μικρό, απλό υπολογισμό: Αν όλοι οι νέοι όλου του κόσμου, αγόρια και κορίτσια, δώσουν τα χέρια μιαν ορισμένη μέρα, σε μιαν ορισμένη στιγμή, μπορούν να φτιάξουν ένα γαϊτανάκι γύρω από τη Γη, κι όλοι μαζί, αγαπημένοι, να τραγουδήσουν και να χορέψουν. Πρέπει να γίνω νέος και δυνατός. Θα κάνω το γύρο του κόσμου και θα μιλήσω σ’ όλους για την Ιδέα μου και είμαι σίγουρος πως θα την καταλάβουν και θα τη δεχτούν.
Ο γιατρός άκουσε προσεχτικά το γερο-Νικόλα, ύστερα σηκώθηκε, άνοιξε μια μεγάλη ντουλάπα γεμάτη γιατρικά κι έβγαλε ένα μικρό κουτί.
– Ορίστε, του είπε, σας χαρίζω τα «Νεοζίλ». Η Ιδέα σας μου αρέσει. Πάει τόσος καιρός που δεν τραγούδησα, δε χόρεψα. Πολλοί οι άρρωστοι, πολλές οι έγνοιες. Την ημέρα που θα γίνει το γαϊτανάκι, ειδοποιήστε με, θα ’θελα κι εγώ να μπω μες στο χορό.
Ο κυρ Νικόλας, κρατώντας σφιχτά το πολύτιμο κουτί, ευχαρίστησε τον καλό γιατρό και βγήκε στους δρόμους της πολύβουης πόλης. Ένιωθε χαρούμενος και του φαινόταν πως όλοι οι περαστικοί τού χαμογελούσαν καλοκάγαθα, λες και μάντευαν τις φωτεινές σκέψεις του.
Μπήκε σ’ ένα ξενοδοχείο, ζήτησε να του δώσουν ένα δωμάτιο και, πριν ξαπλώσει, κατάπιε τρία χάπια, πίνοντας ένα μεγάλο ποτήρι νερό, κι αποκοιμήθηκε…
Την άλλη μέρα ξύπνησε από τα χαράματα. Ένιωσε καλοδιάθετος, θέλησε να χαϊδέψει τα γένια του. Το χέρι του όμως άγγιξε ένα δροσερό μάγουλο.
Πήδηξε μεμιάς από το κρεβάτι και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τι μεταμόρφωση! Ήταν νέος κι όμορφος. Του ήρθε να φωνάξει από χαρά.
Σήκωσε με το χέρι μια καρέκλα, πήδηξε πάνω στο τραπέζι, σβέλτα ξανακατέβηκε, έδωσε μερικές μπουνιές στον αέρα. Ήταν νέος και δυνατός, τι τον ένοιαζαν τα εκατό του χρόνια!
[ Ο κυρ Νικόλας ταξίδεψε σε πολλά μέρη και αντάμωσε ανθρώπους από όλες τις φυλές της γης. Οι πιο πολλοί τον δέχτηκαν με χαρά και υποσχέθηκαν να πάρουν μέρος στο χορό σα θά ’ρθει η ώρα. Βρήκε όμως και σκληρούς ανθρώπους, που του φέρθηκαν άσχημα. Ένας μάλιστα κακός αρχηγός μιας μεγάλης χώρας τον έκλεισε δεκαπέντε μέρες στη φυλακή, γιατί τον νόμισε επικίνδυνο για την ησυχία της χώρας του. ]
Όταν βγήκε ο κυρ Νικόλας από τη φυλακή, βιάστηκε να κερδίσει το χαμένο καιρό. Δούλεψε σκληρά για να βγάλει τα χρήματα που χρειάζονταν για όλα τα τηλεγραφήματα που έστειλε σε όλον τον κόσμο για να αναγγείλει τη μέρα και την ώρα που θα γινόταν το γαϊτανάκι.
Παντού έστειλε μηνύματα, στις άκριες της σφαίρας.
«Θα χορέψουμε και θα τραγουδήσουμε όλοι μαζί, στοπ. Την πρώτη μέρα της Άνοιξης, στοπ. Δώστε τα χέρια, στοπ.»
Δεν ξέχασε κανέναν, ούτε κι αυτούς που του είχαν πετάξει πέτρες. Ποιος ξέρει, ίσως την τελευταία στιγμή να μετάνιωναν και νά ’διναν κι αυτοί το χέρι.
Επιτέλους έφτασε η πρώτη μέρα της Άνοιξης! Η Γη στολισμένη την περίμενε. Τα λουλούδια είχανε ντυθεί με χίλια χρώματα και τα πουλιά τραγουδούσανε τα πιο όμορφα τραγούδια τους. Ο ουρανός ήταν ασυννέφιαστος κι ο ήλιος έλαμπε μ’ όλη τη δύναμή του, φωτίζοντας τις ομορφιές της πλάσης.
Με μια κίνηση, κορίτσια κι αγόρια απ’ όλες τις χώρες, απ’ όλες τις φυλές, δώσανε τα χέρια κι άρχισαν να χορεύουν τραγουδώντας:
Αν όλα τα παιδιά της γης
πιάναν γερά τα χέρια
κορίτσια αγόρια στη σειρά
και στήνανε χορό
ο κύκλος θα γινότανε
πολύ πολύ μεγάλος
κι ολόκληρη τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.
Ο Νικόλας κοιτούσε με μάτια θαμπωμένα από τα δάκρυα. Χιλιάδες νέοι περνούσαν μπροστά του. Τους είχε συναντήσει στα ταξίδια του. Γαλανομάτηδες με ξανθά μαλλιά, μελαχρινοί με μαύρα μάτια, νέγροι με κάτασπρα δόντια, Κινεζούλες με τραβηγμένα μάτια, ερυθρόδερμοι με πολύχρωμα φτερά δίνανε τα χέρια σ’ αυτό το γαϊτανάκι που αγκάλιαζε τη Γη. Τους άκουγε να τραγουδάνε, να μιλάνε, να γελάνε και να φωνάζουν. Ο Γιόχαν έσφιγγε το χέρι του Γιάννη και έλεγε: «Πόσο κουτοί ήμασταν να μη μιλάμε ο ένας στον άλλον. Μοιάζεις του αδελφού μου». Ο Γιάννης έλεγε: «Δε θα είμαι πια μόνος τα βράδια του χειμώνα, θα κάνουμε παρέα και θα λέμε ιστορίες».
Οι φωνές των νέων ήταν τόσο δυνατές που γκρέμισαν τους τοίχους όλων των φυλακών και οι φυλακισμένοι ξεχύθηκαν λεύτεροι και πιάσαν το χορό και το τραγούδι με τους άλλους νέους της Γης.
Αν όλα τα παιδιά της γης
πιάναν γερά τα χέρια
κορίτσια αγόρια στη σειρά
και στήνανε χορό
ο κύκλος θα γινότανε
πολύ πολύ μεγάλος
κι ολόκληρη τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.
Αν όλα τα παιδιά της γης
φωνάζαν τους μεγάλους
κι αφήναν τα γραφεία τους
και μπαίναν στο χορό
ο κύκλος θα γινότανε
ακόμα πιο μεγάλος
και δυο φορές τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.
Θα ’ρχόνταν τότε τα πουλιά
θα ’ρχόνταν τα λουλούδια
θα ’ρχότανε κι η άνοιξη
να μπει μες στο χορό
κι ο κύκλος θα γινότανε
ακόμα πιο μεγάλος
και τρεις φορές τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ!

Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

Η καταπληκτική, αληθινή ιστορία του John Harper, του τελευταίου ήρωα του Τιτανικού



Ήταν το «αβύθιστο πλοίο». Ήταν 15 Απριλίου του 1912, όταν ο Τιτανικός βυθίστηκε κάτω από τα παγωμένα νερά του Βόρειου Ατλαντικού, παίρνοντας μαζί του 1.517 ψυχές.

Το μεγαλύτερο και πιο πολυτελές πλοίο, κατά το χρονικό διάστημα είχε φύγει, υπενθυμίζοντας στον κόσμο την αδυναμία μας ως ανθρώπινα όντα. Αλλά υπάρχει κάτι περισσότερο για το ναυάγιο του Τιτανικού εκτός από μια ιστορική τραγωδία. Υπάρχει μια ιστορία ηρωισμού και θαρραλέας ακλόνητης πίστης.

Το μεγάλο πλοίο χτυπάει στο παγόβουνο



Ο John Harper ήταν επιβάτης του Τιτανικού όταν απέπλευσε από το Σαουθάμπτον της Αγγλίας, στο παρθενικό του ταξίδι. Ο αιδεσιμότατος Χάρπερ, ένας ευαγγελιστής από τη Γλασκώβη της Σκωτίας, ήταν γνωστός σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο ως χαρισματικός, παθιασμένος ομιλητής, ο οποίος οδήγησε πολλούς στο Χριστό μέσω του κηρύγματος. Το 1912, έλαβε πρόσκληση να μιλήσει στην Εκκλησία του Moody στο Σικάγο. Στις 11 Απριλίου 1912, ο John Harper επιβιβάστηκε τον Τιτανικό.

Μερικοί από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο, ήταν στο κατάστρωμα. Ενώ πολλοί επιβάτες μιλούσαν για business και υλικές επιθυμίες, ο John Harper μιλούσε για την αγάπη του Χριστού στους άλλους. Μεταξύ εκείνων που επέζησαν από την τραγωδία, μίλησαν για τον Χάρπερ σαν ένα άνθρωπο της πίστης, που μιλούσε ευγενικά και μοιραζόταν την αγάπη του Χριστού με άλλους.




 Το βιβλίο ‘The Titanic's Last Hero’ μιλάει για την ιστορία του John Harper
 
Το βράδυ της 14 Απριλίου, ενώ οι επιβάτες χόρευαν στην αίθουσα χορού και δοκίμασαν την τύχη τους στην τσόχα, ο John Harper έβαλε την κόρη του στο κρεβάτι και διάβασε τις προσευχές του, όπως έκανε κάθε βράδυ. Στις 11:40 μ.μ., ο Τιτανικός χτύπησε ένα παγόβουνο. Το «αβύθιστο» πλοίο ήταν καταδικασμένο. Είτε λόγω δυσπιστίας ή λόγω άγνοιας, οι επιβάτες συνέχισαν στις απολαύσεις τους. Μόνο όταν το πλήρωμα του πλοίου έστειλε μια σειρά από φωτοβολίδες τότε οι επιβάτες συνειδητοποίησαν τη σοβαρότητα της κατάστασής τους. Στη συνέχεια ακολούθησε το χάος.



Όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα. Αλλά η στάση του John Harper άφησε ένα ιστορικό παράδειγμα θάρρους και πίστης. Ο Harper ξύπνησε την κόρη του, την πήρε επάνω του και την τύλιξε σε μια κουβέρτα μέχρι το κατάστρωμα. Εκεί την αποχαιρέτησε με φιλί και την παρέδωσε σε ένα μέλος του πληρώματος που την έβαλε στην σωσίβια λέμβο 11. Ο Harper ήξερε ότι ποτέ δεν θα έβλεπε ξανά την κόρη του, η κόρη του θα έμενε ορφανή σε ηλικία έξι ετών.

Ο Χάρπερ έδωσε τότε το σωσίβιό του σε μια συνεπιβάτισσα, δίνοντας τέλος σε κάθε πιθανότητα δικής του επιβίωσης. Από επιζώντες μαθαίνουμε ότι φώναζε, "Οι γυναίκες και τα παιδιά και οι άνθρωποι που δεν έχουν σωθεί (να πάνε) στις σωσίβιες λέμβους." Έτσι κατάλαβε ότι υπήρχε ένα πιο σημαντικό πράγμα από το να επιζήσεις από τη φοβερή καταστροφή. Κατάλαβε ότι υπήρχαν εκείνοι που ήταν ανέτοιμοι να αντιμετωπίσουν την αιωνιότητα.
 


Στους ήχους του τρόμου και του μακελειού, ο Harper επικεντρώθηκε στην αποστολή του. Οι επιζώντες ανέφεραν ότι τον είδαν επάνω στο κατάστρωμα γονατισμένο, να περιβάλλεται από τρομοκρατημένους επιβάτες και να προσεύχεται για τη σωτηρία τους.

Στο 2:40 π.μ., ο Τιτανικός εξαφανίστηκε κάτω από το Βόρειο Ατλαντικό, αφήνοντας ένα μανιτάρι που έμοιαζε με σύννεφο καπνού και ατμού πάνω από τον τάφο του και, κατά τραγικό τρόπο, πάνω από 1000 άτομα, συμπεριλαμβανομένου του Harper, που πάλευε για τη ζωή τους στα παγωμένα νερά. Κατάφερε να βρει ένα κομμάτι από τα επιπλέοντα συντρίμμια να κρατηθεί. Γρήγορα κολύμπησε σε κάθε άτομο που μπορούσε να βρει, προτρέποντάς το να εναποθέσει την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Ενώ ο θάνατος ερχόταν αμείλικτος, ο στόχος του John Harper ήταν να κερδίσει ανθρώπους στον Ιησού Χριστό.

Στο νερό, ο John Harper κινούταν όσο καλύτερα μπορούσε, μιλώντας σε όσον το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους. Η ερώτησή του ήταν: «Είσαι σωθεί;» Και αν η απάντηση ήταν αρνητική ή δεν καταλάβαιναν τι έλεγε, τότε τους εξηγούσε όσο πιο γρήγορα μπορούσε τα περί της χριστιανικής πίστης.

Σύντομα ο John Harper υπέκυψε μέσα στην παγωμένη θάλασσα. Μέχρι και την τελευταία στιγμή, αυτός ο ακούραστος άνθρωπος με την δυνατή πίστη συνέχισε να μιλάει στους ανθρώπους.
 


Ένα άτομο θυμήθηκε, «είμαι ένας επιζών του Τιτανικού. Ήμουν ένας από τα μόλις έξι άτομα από τα 1517 που ανασύρθηκαν ζωντανά από τα παγωμένα νερά εκείνο το φοβερό βράδυ. Όπως εκατοντάδες γύρω μου, βρέθηκα να παλεύω στα κρύα, σκοτεινά νερά του Βόρειου Ατλαντικού. Ο θρήνος εκείνων που χάνονταν αντηχούσε στα αυτιά μου, όταν ήρθε επιπλέοντας κοντά μου ένας άνθρωπος που μου φώναξε, «έχει σωθεί η ψυχή σου;» Στη συνέχεια, τον άκουσα να φωνάζει σε άλλους, καθώς ο ίδιος και όλοι γύρω μου βυθίζονταν κάτω από τα νερά. Εκεί, μόνος το βράδυ με δύο μίλια νερού κάτω από μένα, έκραξα στον Χριστό να με σώσει. Είμαι του John Harper ο τελευταίος καρπός».

Στις φωτογραφίες κάτω : Ιούνιος 1912. Ένα βρετανικό ευαγγελικό περιοδικό, το ‘The Monthly